- βασίλεμα
- το1.η δύση του ήλιου: Το παιδί πηγαίνει για ύπνο με το βασίλεμα του ήλιου.2. η τελευταία περίοδος στη ζωή κάποιου: Βρίσκεται πια στο βασίλεμα της ζωής του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.